Πετάει ψηλά και γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα. Πετάει και είναι χαρούμενος γιατί έχει πάρει τον δρόμο του γυρισμού. Μοιάζει σαν τον νόστο του Οδυσσέα. Χωρίς τα πάθη και τις συμφορές φυσικά. Από ψηλά, βλέπει την απέραντη θάλασσα. Στο βάθος αρχίζει να φαίνεται η γη της Ελλάδας. Τα βουνάτης. Οι πόλεις της. Τα χωριά της. Ο Ερμής πλησιάζει. Πετάει πάνω από την Ιθάκη και θυμάται τον σπουδαίο Οδυσσέα. Βλέπει τις λίμνες, τα ποτάμια, τις κοιλάδες. Πετά πάνω από τον Αχέροντα. Από εκεί πήγαινε παλιά τις ψυχές στον Άδη. Αλλά να, το πιο ωραίο βουνό. Ο Όλυμπος. Είναι αλήθεια. Τον βλέπει ξανά. Πηγαίνει στην κορυφή του. Μα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι ιερείς του νέου Θεού; Γιατί βγάζουν φωτογραφίες; Και γιατί φοράνε τόσα πολλά ρούχα; Ο Ερμής δε θυμάται να κάνει κρύο πάνω στον Όλυμπο. Πρέπει να μάθει. Φεύγει από τον Όλυμπο και πετάει προς την Αθήνα. Στο δρόμο, βλέπει και την κοιλάδα των Δελφών, εκεί που είναι ο φημισμένος ναός του αδερφού του, του Απόλλωνα.
Πετά πλέον πάνω από την Αθήνα. Μαζί του πετάνε και κάποια γκρι πουλιά. Δεν είναι πολύ όμορφα. Όχι, δεν είναι πολύ όμορφα. Αλλά πετούν καλά. Ο Ερμής σκέφτεται ότι πρέπει να βρει έναν φίλο ώστε να έχει παρέα στο ταξίδι του. Κοιτάει με προσοχή κάτω στην πόλη. Ποιον να επιλέξει;
Πετά πάνω από την πόλη. Κάποια στιγμή, βλέπει έναν νέο μέσα από ένα παράθυρο. Ο νέος διαβάζει. Μα τι διαβάζει; Ο Ερμής δε βλέπει καλά. Κατεβαίνει πιο χαμηλά. … Μα δεν είναι δυνατόν! Ο νεαρός διαβάζει … τον ομηρικό ύμνο… στον Ερμή! Τον ξέρουν ακόμα! Τον θυμούνται ακόμα! Αυτός θα είναι ο καινούριος του φίλος! Πλησιάζει στο παράθυρο και τον ακούει. Ο Αλέξανδρος μιλά μόνος του και σχολιάζει το κείμενο.
ΕΡΜΗΣ: Ε αυτό πια ξεπερνά τα όρια! Θα του δείξω εγώ! … (Χτυπάει το κινητό του Αλέξανδρου) … Μα τι κάνει έτσι; Τι χτυπάει;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Γεια σου, Χάρη! Ναι, όπως είπαμε, αύριο το πρωί στο Μοναστηράκι. Στην πλατεία. Χρειάζομαι εργαλεία.
ΕΡΜΗΣ (στον εαυτό του): Ποιο είναι το Μοναστηράκι; Πού είναι ο Χάρης; Πώς μιλάνε; Δεν είναι στον ίδιο χώρο. Ποιος μεταφέρει τα μηνύματα; Ποιος έχει τη δουλειά μου; … Πρέπει να μάθω. Αύριο ψάχνω για το Μοναστηράκι. Στο μεταξύ πρέπει να γίνω άνθρωπος.
Ο Ερμής κατεβαίνει από το παράθυρο του Αλέξανδρου. Πατάει πλέον στη γη. Με μία στροφή αλλάζει και γίνεται άνθρωπος. Τα σανδάλια του γίνονται παπούτσια με σήμα το φτερό. Το φτερωτό του κράνος γίνεται καπέλο και το κηρύκειο γίνεται ομπρέλα με χρυσά φτερά ως στολίδια. Είναι λίγο παράξενος και με το καπέλο και με την ομπρέλα αλλά δεν έχει άλλη επιλογή.
Το πέπλο της νύχτας πέφτει πάνω από την Αθήνα. Τα φώτα της πόλης σβήνουν σιγά σιγά. Ο Ερμής απολαμβάνει την Αθήνα πάνω σε ένα δέντρο. Στο βάθος βλέπει την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Θυμάται την αδερφή του. Αχ να ήταν εδώ μαζί του στην περιπέτεια αυτή…